- γυμνά
- γυμνάςnakedfem voc sgγυμνόςnakedneut nom/voc/acc plγυμνά̱ , γυμνόςnakedfem nom/voc/acc dualγυμνά̱ , γυμνόςnakedfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυμνά — επίρρ. βλ. γυμνός … Dictionary of Greek
γυμνᾶ — γυμνάζω train naked fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσας — γυμνά̱σᾱς , γυμνάζω train naked fut part act fem acc pl (doric) γυμνά̱σᾱς , γυμνάζω train naked fut part act fem gen sg (doric) γυμνάσᾱς , γυμνάζω train naked aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνᾶς — γυμνᾶ̱ς , γυμνάζω train naked fut ind act 2nd sg (doric) γυμνός naked fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάν — γυμνά̱ν , γυμνός naked fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσαι — γυμνά̱σᾱͅ , γυμνάζω train naked fut part act fem dat sg (doric) γυμνάζω train naked aor inf act γυμνάσαῑ , γυμνάζω train naked aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσαις — γυμνά̱σαις , γυμνάζω train naked fut part act fem dat pl (doric) γυμνάζω train naked aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) γυμνάζω train naked aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek